- μιτροφόρος
- -ο (Α μιτρηφόρος και μιτροφόρος, -ον)αυτός που φορά μίτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + -φόρος (< φέρω). Ο τ. μιτρηφόρος με -η- για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
митрофорный — носящее митру высокое духовное лицо . Из греч. μιτροφόρος … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μιτρηφόρος — μιτρηφόρος, ον (Α) βλ. μιτροφόρος … Dictionary of Greek
μιτροφορώ — μιτροφορῶ και μιτρηφορῶ, έω (Α) [μιτροφόρος] φορώ μίτρα … Dictionary of Greek
δισκομύκητες — (discomycetes). Τάξη μυκήτων (μανιταριών) της κλάσης των ασκομυκήτων. Είναι σαπροφυτικοί ή παρασιτικοί μύκητες, των οποίων τα καρποσώματα, δηλαδή οι ασκοί όπου παράγονται τα σπόρια, ονομάζονται αποθήκια. Τα αποθήκια είναι μικρότερα από 1 εκ.,… … Dictionary of Greek
mitră — MÍTRĂ1, mitre, s.f. 1. Acoperământ al capului de formă sferică sau conică, uneori bogat ornamentat, purtat mai ales de arhierei în timpul slujbei religioase. ♦ Un fel de coroană purtată de regi, de împăraţi etc. 2. Acoperământ al capului de formă … Dicționar Român
μιτροφόροι — μιτρηφόρος wearing a masc/fem nom/voc pl μιτροφόρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)